- ὄρχεα
- ὄρχεα,A = ὄσχεος, Gal.19.127; ὀρχέα· ἡ τοῦ ταύρου ὀ<ς>χέα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορχέα — ὀρχέα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ ταύρου ὀ(σ)χέα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀσχέα κατ επίδραση τού ὄρχις] … Dictionary of Greek
όρχεα — ὄρχεα, ἡ (Α) το όσχεο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχεα (πληθ. τού ὄσχεον) κατ επίδραση τού ὄρχις] … Dictionary of Greek
ὄρχεα — ὄρχις testicle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)